συμβολικῶς
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière allégorique;
Cp. συμβολικώτερον.
Étymologie: συμβολικός.
Russian (Dvoretsky)
συμβολικῶς: 1) с помощью жестов, знаками (φράζειν Plut.);
2) символически, в качестве символа: ἐπὶ τοῦ μνήματος ἐπῆν Σειρὴν σ. Plut. на памятнике было символическое изображение Сирены.