συναναμιμνῄσκω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
rappeler en même temps : τινί τινος qch au souvenir de qqn.
Étymologie: σύν, ἀναμιμνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
συναναμιμνῄσκω: приводить на память, напоминать (τινί τινος Plut.): συναναμνησθείς τινί τι Plat. вспомнив вместе с кем-л. что-л.