ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
3ᵉ sg. sbj. ao.2 de φθάνω.
see φθάνω.
φθήῃ: φθῆσιν, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.
φθήῃ: и φθῇσιν эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к φθάνω.