μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de χέω.
χύτο: [ῠ], γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του χέω.
χύτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к χέω.