τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(I)δομῶ (-έω) (AM)χτίζω, οικοδομώ.(II)δομῶ (-όω) (Α)προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον.