κως

From LSJ
Revision as of 13:24, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

French (Bailly abrégé)

v. πως.

Greek Monolingual

(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].
(II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.