Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(I)ὁροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)βλ. οροφύλακας. (II)ὀροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)ο φύλακας τών ορέων, τών βουνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.