Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
subs.
P. and V. λίνον, τό. Bandages: Ar. ὀθόνια, τά; see bandage.
ζώστρα, περιζώστρα, στέμμα, στέφος