ζώστρα
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Russian (Dvoretsky)
ζώστρα: ἡ повязка Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ζώστρα: ἡ, δεσμός, ταινία, Θεόκρ. 2, 122.
Greek Monolingual
η (Α ζώστρα) ζώννυμι
νεοελλ.
1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι
2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι
αρχ.
ταινία, δεσμός, αναδέσμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώστρα -ας, ἡ [ζώννυμι] dat. ζώστραισιν, band, lint.