διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
-ή, -ό δίπλα1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός2. το αρσ. ως ουσ. ο διπλανόςγείτονας που κατοικεί δίπλα.