παιδογόνιον
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
παιδογόνιον, τὸ (Α) παιδογόνος
1. η γέννηση τέκνου
2. στον πληθ. τὰ παιδογόνια (ενν. ἱερά)
εορτή για τη γέννηση παιδιού.