παιδογόνιον

From LSJ

Greek Monolingual

παιδογόνιον, τὸ (Α) παιδογόνος
1. η γέννηση τέκνου
2. στον πληθ. τὰ παιδογόνια (ενν. ἱερά)
εορτή για τη γέννηση παιδιού.