Αθηναίος

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source

Greek Monolingual

-αία (Α Ἀθηναῖος, αία, -ον) Ἀθηνᾶ]
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αθήνα
2. αυτός που μένει μόνιμα στην Αθήνα, κάτοικος τών Αθηνών
νεοελλ.
φρ. «Αθηναίος γκάγκαρος», γνήσιος Αθηναίος, που γεννήθηκε δηλ. από Αθηναίους γονείς στην Αθήνα, όπου και ζει. Και τύποι Αθηνιός, Αθηνιώτης (στίχ. «κάλλιο αχινιό στα στήθη σου / παρά Αθηνιό στο σπίτι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το κύριο όνομα Ἀθήνη (Ἀθᾱνᾱ) και την κατάλ. -ιος Ἀθᾱνᾱ-ιος > Ἀθανα-ϊος > Ἀθηναῖος
βλ. ετυμολ. στη λ. Ἀθηνᾶ.