γκάγκαρος

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

ο (πληθ. γκαγκαραίοι και γκαγκόρηδες) γκάγκαρο
(συνήθως μόνο στη φρ.) «Αθηναίος γκάγκαρος» — ο γνήσιος Αθηναίος. (Περιπαικτικά επί τουρκοκρατίας σήμαινε τον αριστοκράτη Αθηναίο).