γκάγκαρος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

ο (πληθ. γκαγκαραίοι και γκαγκόρηδες) γκάγκαρο
(συνήθως μόνο στη φρ.) «Αθηναίος γκάγκαρος» — ο γνήσιος Αθηναίος. (Περιπαικτικά επί τουρκοκρατίας σήμαινε τον αριστοκράτη Αθηναίο).