εξάρνησις
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).