αποκήρυξη

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀποκήρυξις, -εως) αποκηρύσσω
1. απάρνηση, αποκλήρωση τέκνου
2. εκκλ. αφορισμός, αναθεματισμός
νεοελλ.
1. η απάρνηση από κάποιον αυτών που αποδεχόταν προηγουμένως
2. (νομ.) δικαστική πράξη με την οποία ο πατέρας αρνείται την πατρότητα των τέκνων, αποκλήρωση
αρχ.
η δημόσια αναγγελία.