ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιονβλ. επεισόδιο.