презрительный
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Russian > Greek
ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, ὑπέροπτος, καταφρονητικός, βάναυσος, σαρδάνιος