презрительный
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Russian > Greek
ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, ὑπέροπτος, καταφρονητικός, βάναυσος, σαρδάνιος