пересчитывать
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Russian > Greek
ἐξαριθμέω, ἀναριθμέομαι, ἀπαριθμέω, λέγω, συναριθμέω, λογίζομαι, καταριθμέω
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ἐξαριθμέω, ἀναριθμέομαι, ἀπαριθμέω, λέγω, συναριθμέω, λογίζομαι, καταριθμέω