изворотливый
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Russian > Greek
εὑρεσίλογος, εὑρησιεπής, εὔτροπος, στρεβλός, εὔστροφος, ἐΰστροφος, εὐτράπελος, πολύτροπος, ποικίλος, ἀγκυλομήτης