εὔτροπος

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροπος Medium diacritics: εὔτροπος Low diacritics: εύτροπος Capitals: ΕΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: eútropos Transliteration B: eutropos Transliteration C: eytropos Beta Code: eu)/tropos

English (LSJ)

εὔτροπον, (τρέπω)
A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10.
II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. εὐτρόπως, Glossaria on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
versatile.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροπος:
1 изворотливый, легко приспособляющийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.

Greek Monolingual

εὔτροπος, -ον (ΑΜ)
επιδέξιος, εύστροφος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλούς τρόπους
2. (για νοσήματα) ήπιος, μαλακός.
επίρρ...
εὐτρόπως (Α)
(ως σχόλ. του επιρρ. εὐοργήτως στον Θουκ.) «εὐοργήτως
εὐτρόπως
ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπος (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτροπος: -ον (τρέπω), εύστροφος, πολυμήχανος, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὔ-τροπος, ον τρέπω
versatile, Arist.