εὑρησιεπής
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
εὑρησιεπές, inventive of ἔπη, creative in poetry, Pi.O.9.80; in bad sense, coiner of phrases, Ar.Nu.447 (anap.):—later εὑρεσιέπεια, glossed by εὑρεσιλογία, Suid.: pl., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1092] -λογέω, s. εὑρεσιεπής, -λογέω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui trouve facilement des mots, qui a la parole facile.
Étymologie: εὑρίσκω, ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
εὑρησῐεπής:
1 бойкий на язык, остроумный, находчивый Pind.,;
2 изворотливый (в речи) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρησιεπής: -ές, ἐφευρίσκων ἔπη, ἤτοι λέξεις ἢ λόγους, ἔμπειρος ἐν τῇ χρήσει αὐτῶν, εὐφραδής, Πινδ. Ο. 9. 120· πλήρης λέξεων, σοφιστικός, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· - ἐντεῦθεν παρὰ μεταγεν. εὑρεσιέπεια, καὶ εὑρεσιεπέω Λοβέκ. ἐν Φρυν. 440.
English (Slater)
εὑρηςῐεπής fluent in verse εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ (O. 9.80)
Greek Monolingual
εὑρησιεπής και εὑρεσιεπής, -ές (Α)
1. αυτός που εφευρίσκει, που επινοεί έπη, λέξεις, έμπειρος στη χρήση λέξεων, ευφραδής
2. (με κακή σημ.) φλύαρος, γεμάτος σοφιστείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω) + -επής (< έπος), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσιεπής είναι μτγν.].
Greek Monotonic
εὑρησιεπής: -ές (ἔπος), δεξιοτέχνης στα λόγια, ευφραδής, σε Πίνδ.· φλύαρος, πολυλογάς, σοφιστικός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
εὑρησι-επής, ές ἔπος
inventive of words, fluent, Pind.: wordy, sophistical, Ar.