сверкать
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
ἀποστίλβω, στίλβω, μαρμαρίζω, μαρμαίρω, ἀπαστράπτω, ἐπαυγάζομαι, γανάω, ἀμαρύσσω, ἐμπρέπω, ἐκφαίνω, ἐνδιάω, ἐξαναστράπτω, ἐκλάμπω, ἀστράπτω, λάμπω, φλεγέθω, περιλάμπω