заседать
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Russian > Greek
ἐκκλησιάζω, καθέζομαι, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συγκαθέζομαι, καθίζω, κατίζω, συγκαθίζω, συνίζω