ἐκκλησιάζω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
fut. ἐκκλησιάσω Ar.Ec.161, Isoc.8.2: impf.
A ἠκκλησίαζον D.18.265,19.60; also ἐκκλησίαζον Lys.12.73 codd., but usually with irreg. augm., as if the Verb were a compd. of ἐκ and *κλησιάζω, impf. ἐξεκλησίαζον Lys.13.73,76: aor. ἐξεκλησίασα Th.8.93, D.21.193 (freq. with vv.ll. ἐξεκκλησίαζον, ἐξεκκλησίασα):—Med., ἐξεκκλησιάσατο, = ἀγορήσατο, Hsch. s.h.v.:—hold an assembly, debate in an assembly, X.Ath.1.9,Ar.Av.1027, X.An.5.6.37; περί τινος Th.7.2, Isoc. 8.2; περί μου ἐπ' ὀλέθρῳ Ar.Th.84; ὑπὲρ τῆς πόλεως Isoc.8.13; τοιαῦτα ἐκκλησιάσαντες = having thus deliberated, Th.8.77; ἐκκλησιάζω τὰς ἀναγκαίας ἐκκλησίας Arist.Pol.1292b28.
2 to be a member of the Assembly, ἐκκλησιάζω ἀπὸ τιμήματος οὐδενός ib.1294b3.
II trans., summon to an assembly, convene the assembly, τοὺς αὑτοῦ στρατιώτας Aen.Tact.9.1; λαόν D.S.21.16; συναγωγήν LXX Le.8.3,al.:—Pass., ἐκκλησιάζομαι = to be called together, ib.Je.33(26).9, al.
2 metaph., τινὰ πρὸς ἑαυτὸν ἐκκλησιάζω = summon considerations before one's mind, Eun.Hist.p.210D.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aum. ἐξεκλ- Th.8.93, D.21.193; ἠκκλ- D.18.265, Lys.13.73]
I intr.
1 constituir, constituirse, reunirse en asamblea, celebrar asamblea πρὸς ... Διονυσιακὸν θέατρον ἐλθόντες ... ἐξεκλησίασαν Th.l.c., cf. D.21.193, ἐκκλησιάζειν ἐπεχείρει (Pisístrato) intentó celebrar una asamblea Arist.Ath.15.4, cf. Anaximen.Rh.1439b17, Ἐκκλησιάζουσαι Las asambleístas tít. de Aristófanes, Ath.77d
•asistir, tomar parte en la asamblea ἐγὼ ἐκκλησιάσουσ' οὐκ ἂν προβαίην τὸν πόδα τὸν ἕτερον yo no pondré un pie detrás de otro para ir a la asamblea Ar.Ec.161, cf. Au.1027, οὐκ ἐάσουσι μαινομένους ἀνθρώπους βουλεύειν οὐδὲ λέγειν οὐδὲ ἐκκλησιάζειν X.Ath.1.9, ἐδίκαζε καὶ ἠκκλησίαζε de uno que no tenía derecho a ello, Lys.13.73, 76, cf. Ph.2.186
•en part. οἱ ἐκκλησιάζοντες = los miembros de la asamblea κελευέτωσαν τοὺς ἐκκλησιάζοντα[ς κα] τὰ χιλιαστὺν καθίζειν IG 12(6).172A.4 (Samos II a.C.), cf. Milet 1(3).145.37 (II a.C.)
•c. περί y gen. ἐκκλησιάσοντες περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης Isoc.8.2, cf. Th.7.2, Ar.Th.84, Lys.12.73, 26.2, D.19.60, Luc.ITr.6, c. otros giros prep. διὰ ... ἑρμηνέων ἐκκλησιάζειν ... ἀδυνατώτερον Plb.1.67.9, ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐκκλησιάζετε Isoc.8.13
•tener derecho a formar parte de la asamblea τάττουσι ... ἐκκλησιάζειν οἱ μὲν ἀπὸ τιμήματος οὐθενὸς ... οἱ δ' ἀπὸ μακροῦ τιμήματος Arist.Pol.1294b3, ἐγραμμάτευες, ἐγὼ δ' ἐκκλησίαζον D.18.265.
2 convocar, hacer una asamblea ἀποδείκνυται Τιμασίων ... γνώμην οὐκ ἐκκλησιάζειν Timasio comunica su decisión de no convocar la asamblea X.An.5.6.37
•c. ac. int. ἐκκλησιάζουσι τὰς ἀναγκαίας ἐκκλησίας Arist.Pol.1292b28.
3 concentrarse en un lugar público ἔς τε τὸν ἱππόδρομον, ὅπου μάλιστα τὸ πλῆθος συνιὸν ἐκκλησίαζει Hdn.2.7.3.
4 dirigir una homilía, predicar, exhortar c. dat. ἐκκλησιάζων ὑμῖν (ὁ ἐπίσκοπος) Basil.Ep.28.2.
II tr.
1 c. ac. de pers. convocar, reunir en asamblea ἐκκλησιάσαντα τοὺς αὑτοῦ στρατιώτας Aen.Tact.9.1, ἐκκλησιάσατε πρός με τοὺς φυλάρχους ὑμῶν LXX De.31.28, τὸν λαόν D.S.21.16, πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ἐκκλησίασον LXX Le.8.3, en v. pas. LXX Ie.33.9, Thd., Aq.Ex.32.1
•crist. convocar para la predicación, predicar en ὁ Βαπτιστὴς ἐκκλησιάζει τὴν ἔρημον Hsch.H.Hom.8.2
•fig. congregar en la Iglesia Ἐκκλησιαστὴν δὲ ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομών, ὡς πάντας ἀνθρώπους ἐκκλησιάζων Olymp.M.93.480A, cf. Gr.Nyss.Hom.in Eccl.280.11, en v. pas., part. subst. οἱ ἐκκλησιαζόμενοι los miembros de la Iglesia Epiph.Const.Haer.59.4.9.
2 debatir en asamblea c. ac. de cosa τοιαῦτα ἐν ἀλλήλοις ἐκκλησιάσαντες Th.8.77
•fig. τοιαῦτά τινα καὶ πλείω ἕτερα πρὸς ἐμαυτὸν ἐκκλησιάσας debatiendo conmigo mismo ésas y otras muchas cuestiones Eun.Hist.1.79.
3 crist. debatir dentro de la Iglesia, en v. pas. ser aceptado por la Iglesia de los libros canónicos ἐκ τῶν θείων ἐκκλησιαζομένων γραφῶν ... μεμαθηκότες Cyr.H.Catech.15.13.
German (Pape)
[Seite 763] (Augm. ἐξεκλησίαζον Lys. 13, 73. 76 nach Bekk., vulg. ἐκκλησίαζον, v.l. ἐξεκκλ.; so auch ἐξεκλησίασαν Thuc. 8, 93 Dem. 21, 193; ἐξεκκλησίαζον steht noch Xen. Hell. 5, 3, 16; s. auch ἐξεκκλησίαζω), in der Volksversammlung sein, darin sprechen; Lys. 13, 73 ἐδίκαζε καὶ ἐξεκλησίαζε, Rechte des Bürgers; περί τινος, in der Versammlung über Etwas berathschlagen, Thuc. 7, 2 u. sonst; ἐν ἀλλήλοις 8, 77; vgl. Ar. Th. 90; ὅταν ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐκκλησιάζητε Isocr. 8, 13; – zur Versammlung rufen, Xen. An. 5, 6, 37 u. Sp. – Bei K. S. Kirche halten u. pass. in die Kirche kommen.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξεκλησίαζον ou ἠκκλησίαζον;
I. intr. 1 assister à une assemblée;
2 délibérer dans une assemblée ou discuter dans une assemblée : περί τινος, ὑπέρ τινος sur qch ; τοιαῦτ' ἐκκλησιάσαντες THC ayant pris cette délibération dans l'assemblée;
II. tr. convoquer une assemblée.
Étymologie: ἐκκλησία.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλησιάζω: (impf. ἐκκλησίαζον и ἠκκλησίαζον)
1 (тж. ἐ. τὰς ἐκκλησίας Arst.) заседать в народном собрании или участвовать в народном собрании Xen., Arph., Dem., Plut.;
2 выступать в народном собрании или обсуждать в народном собрании (περί τινος Thuc., Arph., Isocr.; ὑπέρ τινος Isocr.): τοιαῦτα ἐν ἀλλήλοις ἐκκλησιάσαντες Thuc. обменявшись таким образом мнениями;
3 быть членом экклесии: οἱ ἐκκλησιάζοντες Arst. члены экклесии;
4 созывать собрание (ἀποδεικνύναι γνώμην οὐκ ἐ. Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησιάζω: μέλλ. -άσω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 161, Ἰσοκρ. 159Α· παρατ. ἠκκλησίαζον Δημ. 315, 10., 359, ἐν τέλ.· ὡσαύτως ἐξεκκλησίαζον, καὶ ἡ ἀνώμαλος αὕτη αὔξησις, ὡς ἐὰν τὸ ῥῆμα ἦτο σύνθετον ἐκ τῆς ἐκ καὶ κλησιάζω (= καλέω), καὶ οὐχὶ παράγωγον (ὡς πράγματι εἶναι) ἐκ τοῦ ἐκκλησία, φαίνεται ὅτι ἐπεκράτησεν ὡς ἐν τῷ ἐγκωμιάζω), ἐξεκλησίαζε καὶ ἐσυκοφάντει Λυσ. 136. 34., 137. 5· ἀόρ. ἐξεκλησίασα Θουκ. 8. 93, Δημ. 577. 4· ― Τὰ χειρόγρ. συχνάκις παρέχουσιν ὡς διαφόρους γραφὰς ἐξεκκλησίαζον, ἐξεκκλησίασα, πιθανῶς κατὰ λάθος τῶν ἀντιγραφέων, οἷς καὶ ὁ Ἡσύχιος ἠκολούθησεν. Συνέρχομαι εἰς συνέλευσιν, συζητῶ ἐν αὐτῇ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 84, Ὄρν. 1027, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 37· περί τινος Θουκ. 7. 2, Ἰσοκρ. 159Α· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 161C· τοιαῦτα ἐκκλησιάσαντες, ἀφοῦ τοιαῦτα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διεσκέψαντο, Θουκ. 8. 77· ἐκκλ. τὰς ἀναγκαίας ἐκκλησίας, ἐπὶ ἀγροτῶν συνερχομένων κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν μεγάλων ἀγορῶν ἢ ἐμπορικῶν πανηγύρεων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 3. 2) εἶμαι μέλος τῆς ἐκκλησίας, ἐκκλ. ἀπὸ τιμήματος οὐθενὸς αὐτόθι 4, 9, 3. ΙΙ. προσκαλῶ εἰς τὴν συνέλευσιν, συγκαλῶ τὴν ἐκκλησίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 492. 55. 2) παρ’ Ἐκκλησ., α΄) συγκαλῶ ἐκκλησιαστικὴν συνέλευσιν, Σύνοδ. Γαγγρ. 6, Βασίλ. IV. 473Β, Σωζομ. 1, 2. 26, κτλ.· β΄) παθ. ἀναγιγνώσκομαι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, ἐπὶ τῶν κανονικῶν βιβλίων, τὰ ἐκκλησιαζόμενα βιβλία Σωζομ. 1629Β· γ΄) εἶμαι μέλος τῆς ἐκκλησίας, Ἐπιφάν. 1, 1024C· δ΄) μεταβαίνω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, κυρίως ἐπὶ βρέφους, ὅπερ πρώτην φορὰν φέρει αὐτὸ ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τεσσαράκοντα ἡμέρας μετὰ τὴν γέννησιν αὐτοῦ, δηλ. ὅταν «σαραντίσῃ», Εὐχολόγ.
Greek Monolingual
(AM ἐκκλησιάζω)
μσν.- νεοελλ.
1. οδηγώ στη χριστιανική εκκλησία για παρακολούθηση της ακολουθίας («οι δάσκαλοι εκκλησιάζουν τους μαθητές»)
2. ἐκκλησιάζομαι
μετέχω στη Θεία Λειτουργία.
Greek Monotonic
ἐκκλησιάζω: μέλ. -άσω, παρατ. ἐκκλησίαζον, αορ. αʹ ἐκκλησίασα· επίσης ανώμ., ἐξεκλησίαζον, ἐξεκλησίασα (πρβλ. ἐγκωμιάζω),·
1. συνέρχομαι σε συνέλευση, συζητώ μέσα σε αυτή, συνεδριάζω δημοσίως, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. είμαι μέλος της εκκλησίας του δήμου, ἐκκλ. ἀπὸ τμήματος οὐθένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[for the odd appearence of the preverb ἐκ in its full force, cf. ἐγκωμιάζω
1. to hold an assembly, debate therein, Ar., Thuc., etc.
2. to be a member of the Assembly, ἐκκλ. ἀπὸ τιμήματος οὐθενός Arist.
Lexicon Thucydideum
concionem habere, to hold a meeting, 7.2.1, 8.77.1, 8.93.1, [vulgo et libri pleriq. commonly and most books ἐξεκκλ.cf. Popp. adn. compare Poppo's note].