разведчик
From LSJ
Russian > Greek
προόπτης, πρόσκοπος, σκοπός, ἐπίσκοπος, προδιερευνητής, κατάσκοπος, ὀπτήρ, κατοπτήρ, κρυπτός, πευθήν, κατόπτης, διερευνητής, διοπτήρ
προόπτης, πρόσκοπος, σκοπός, ἐπίσκοπος, προδιερευνητής, κατάσκοπος, ὀπτήρ, κατοπτήρ, κρυπτός, πευθήν, κατόπτης, διερευνητής, διοπτήρ