воспламеняться
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Russian > Greek
ἀναφλέγω ;; καυσόομαι ;; ἐπιτύφομαι ;; καππυρίζω ;; καταπυρίζω ;; παρεκπυρόομαι ;; ἀναλάμπω ;; ἅπτω ;; ἐκπυρσεύω ;; ἐνθερμαίνομαι ;; διαπυρόομαι ;; ἐπιφλέγω ;; θέρομαι