выгода
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Russian > Greek
διόρθωσις ;; καιρός ;; κερδαλέον ;; κέρδος ;; συμφέρον ;; πρόλημμα ;; ἐπανόρθωσις ;; ἀνόρθωσις ;; ἐπαύρερσις ;; ὄνησις ;; ὄνασις ;; σύμφορον ;; ὄφελος ;; ὠφέλησις ;; εὐχρήστημα ;; λυσιτέλεια ;; λυσιτελές ;; ὠφέλιμον ;; ὠφέλεια ;; ὠφελία ;; ὠφελίη ;; ἀντικατάλλαξις ;; ἐπαύξησις ;; τέλος ;; πλεονεξία ;; βοήθεια ;; περιουσία ;; χρεία