πρόλημμα

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλημμα Medium diacritics: πρόλημμα Low diacritics: πρόλημμα Capitals: ΠΡΟΛΗΜΜΑ
Transliteration A: prólēmma Transliteration B: prolēmma Transliteration C: prolimma Beta Code: pro/lhmma

English (LSJ)

-ατος, τό
A something taken beforehand, advantage, π. ποιεῖν τινι Plb.18.10.3, cf. BGU775.12 (iii A.D.).
II prepossession, prejudice, compared to a previous disease of the soul, Corp.Herm.12.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 733] τό, was man vorher od. vorweg nimmt, Vortheil, Pol. 17, 10, 3, πρόλημμα ποιῶν οὐδὲν Φιλίππῳ.

Russian (Dvoretsky)

πρόλημμα: ατος τό выгода, преимущество (π. οὐδὲν ποιεῖν τινι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόλημμα: τό, τὸ ἐκ τῶν προτέρων ληφθέν, πλεονέκτημα, κέρδος, πρ. ποιεῖν τινι Πολύβ. 17. 10, 3. 2) = πρόληψις Κλημέντια 240C, Τατιαν. 812Β, 864Β, Ἀθαν. Ι, 305.

Greek Monolingual

-ήμματος, τὸ, Α προλαμβάνω
1. πλεονέκτημα, όφελος που αποκτήθηκε εκ τών προτέρων
2. προκατάληψη, πρόληψη.