ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἐξανοίγω ;; ἀναπλόω ;; ἀνοίγνυμι ;; ἀνοίγω ;; διανοίγω ;; οἴγω ;; οἴγνυμι ;; ἀνίημι ;; ἀνακλίνω ;; ἀγκλίνω ;; διαχαλάω ;; ἐνδίδωμι