εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἡσύχως ;; μαλακῶς ;; ἀμενηνόν ;; ἡσυχῆ ;; ἡσυχῇ ;; ἁσυχᾷ ;; ἠρέμα ;; ἦκα