Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
shear: P. and V. κείρειν, τέμνειν.
dock, shorten: P. and V. συντέμνειν, κολούειν.
clip ped short (of hair): V. ξυρήκης, διατετιλμένος (Soph., Fragment).