μίξιμος

From LSJ
Revision as of 17:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίξιμος Medium diacritics: μίξιμος Low diacritics: μίξιμος Capitals: ΜΙΞΙΜΟΣ
Transliteration A: míximos Transliteration B: miximos Transliteration C: miksimos Beta Code: mi/cimos

English (LSJ)

ον,

   A alloyed, Id. s.v. ὑπόχαλκον.

Greek (Liddell-Scott)

μίξιμος: -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

μίξιμος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -ιμος].