ἀπότυπος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A moulded, εἰκόνες J.AJ20.9.4. 2 Subst. ἀπότυπος, ὁ, image, Ἁπόλλωνος ἀ. ἀργυροῦς IG11(2).223B17 (Delos, iii B.C.); also as neut., Ἁπόλλωνος ἀπότυπον ἀργυροῦν ἐπίχρυσον ib.203 B83 (ib.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότῠπος: -ον, ἀπότυπον ἀναγλύφου ἢ ἀγάλματος, ἐκμαγεῖον, ἀποτύποις εἰκόσιν ἐκόσμει Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 20. 9, 4.
Spanish (DGE)
-ον
1 repujado φιάλη ID 442B 183, σκύφοι ID 442B.30 (II a.C.).
2 que es copia o reproducción ταῖς τῶν ἀρχαίων ἀποτύποις εἰκόσιν ἐκόσμει I.AI 20.212
•subst. ὁ, τὸ ἀ. copia, réplica Ἀπόλλωνος ἀπότυπος ἀργυροῦς IG 11(2).223B.17 (Delos III a.C.), Ἀπόλλωνος ἀπότυπον ἀργυροῦν ἐπίχρυσον IG 11(2).203B83 (Delos III a.C.).