ἐπιρράπιξις
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reproof, Ion Hist.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρράπιξις: Ἰων. ἀντὶ -ισις, εως, ἡ, ἐπίπληξις, Ἴων παρ’ Ἀθην. 604Β.
Greek Monolingual
ἐπιρράπιξις, και ιων. τ. ἐπιρ(ρ)άπιξις, ἡ (γεν. -ιος) (Α)
επιρραπισμός.