διάσπαστος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ον,
A incoherent, disconnected, ἐπιστολαί Alciphr.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάσπαστος: -ον, διεσχισμένος, διεσπασμένος, ἐπιστολαὶ Ἀλκίφρων. 2, 2.