δυσαναληψία
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ἡ,
A difficult convalescence, Vett.Val.236.17.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ mala, difícil convalecencia Vett.Val.225.15.
Greek Monolingual
δυσαναληψία, η (Α)
δύσκολη ανάρρωση.