ξυλοναΐσκιον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό,
A wooden shrine, POxy.521 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ξυλοναΐσκιον, τὸ (Α)
μικρός ξύλινος ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ναΐσκιον].