ἐνυποτάσσω
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
fut. Pass. ἐνυποτᾰγήσομαι,
A to be made subject, τισί LXX To.14.9 cod. Alex.
Spanish (DGE)
ordenar, obligar c. inf. y dat., en v. pas. τοῖς παιδίοις ὑμῶν ἐνυποταγήσεται ποιεῖν δικαιοσύνην será obligado a vuestros hijos hacer justicia LXX To.14.9S.
Greek Monolingual
ἐνυποτάσσω (Α)
υποτάσσω σε κάτι.