ἑτερόκωφος

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόκωφος Medium diacritics: ἑτερόκωφος Low diacritics: ετερόκωφος Capitals: ΕΤΕΡΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: heterókōphos Transliteration B: heterokōphos Transliteration C: eterokofos Beta Code: e(tero/kwfos

English (LSJ)

ον,

   A deaf on one side, Cyrill. ap. Valck.Animadv. ad Ammon.p.65.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόκωφος: -ον, «ὁ τὴν ἑτέραν τῶν ἀκοῶν βεβλαμμένος», κωφὸς κατὰ ἓν οὖς, Κυρίλλ. Λεξικ.· - ἑτεροκωφέω, εἶμαι κωφὸς κατὰ τὸ ἕτερον οὖς, ἑτεροκωφῶν Ἑβδ. (Σειράχ ΙΘ΄, 27), ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν. 137 διορθοῖ ἐθελοκωφῶν. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 20.

Greek Monolingual

ἑτερόκωφος, -ον (Α)
κουφός από το ένα αφτί.