τερσανόεσσα
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
epith. of ἀσπίς, Il.3.334 as read by Zenod. ap. Sch. A (τερμιόεσσαν corr. Robert).
Greek Monolingual
ἡ, Α
(πιθ. αν.) χαρακτηρισμός ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε τερμιόεσσα (βλ. λ. τερμιόεις)].