Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Full diacritics: αἱμηπότης | Medium diacritics: αἱμηπότης | Low diacritics: αιμηπότης | Capitals: ΑΙΜΗΠΟΤΗΣ |
Transliteration A: haimēpótēs | Transliteration B: haimēpotēs | Transliteration C: aimipotis | Beta Code: ai(mhpo/ths |
ὁ, Ion. for αἱμοπότης, A.D.Adv.189.10.
αἱμηπότης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ αἱμοπότης, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 602.
v. αἱμοπότης.