γαλλιώτας
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A = γαλεώτης 1 (Lacon.), Hsch. γάλλοι· ἧλοι, Id. (Aeol. ϝάλλοι).
Spanish (DGE)
ὁ lacon., zool. salamanquesa Hsch., cf. γαλεώτης.