γλωσσοτέχνης

From LSJ
Revision as of 22:18, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσοτέχνης Medium diacritics: γλωσσοτέχνης Low diacritics: γλωσσοτέχνης Capitals: ΓΛΩΣΣΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: glōssotéchnēs Transliteration B: glōssotechnēs Transliteration C: glossotechnis Beta Code: glwssote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tongue-artificer, opp. χειροτέχνης, D.Chr.7.124 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ τεχνίτης περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hábil en servirse de la lengua γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι) D.Chr.7.124.

Greek Monolingual

γλωσσοτέχνης, ο (Μ)
αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος.