decapitate
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. ἀποτέμνειν τὴν κεφαλήν (τινός), V. καρατομεῖν, αὐχενίζειν, κάρα τέμνειν (τινός), κρᾶτα τέμνειν (τινός), κάρα θερίζειν (τινός).