ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
P. and V. μιαίνειν, V. κηλιδοῦν, χρώζειν, χραίνειν (also Plato but rare P.).
disgrace: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειν, λυμαίνεσθαι.