excel
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κρατεῖν, ὑπερβάλλειν, προὔχειν (gen.), ὑπερέχειν (gen.), ὑπερφέρειν (acc. or gen.), ὑπερθεῖν, P. διαφέρω, διαφέρειν (gen.), περιεῖναι (gen.), ὑπεραίρειν, Ar. and P. περιγίγνεσθαι (gen.), V. ὑπερτρέχειν.
go beyond: P. and V. παρέρχεσθαι (acc.). Absol. P. and V. ὑπερβάλλειν, ὑπερφέρειν, προὔχειν, P. διαφέρω, διαφέρειν, προφέρειν, ὑπεραίρειν.