infringe
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. παραβαίνειν. συγχεῖν, ὑπερβαίνειν, P. λύω, λύειν, διαλύω, διαλύειν, παρέρχεσθαι, ὑπερπηδᾶν, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.
infringe the law: P. παρανομεῖν (absol.), or νόμον παρανομεῖν.