mercifulness
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English > Greek (Woodhouse)
substantive
See mercy.
gentleness: P. πραότης, ἡ, φιλανθρωπία, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
See mercy.
gentleness: P. πραότης, ἡ, φιλανθρωπία, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.